αίθριο


αίθριο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

oborr i brendshëm

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αίθριο τα αίθρια
γενική του αιθρίου των αιθρίων
αιτιατική το αίθριο τα αίθρια
κλητική αίθριο αίθρια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *