αθλητικός
sportiv
(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)
(επίθετο – mbiemër)
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
Ονομαστική | ο αθλητικός | οι αθλητικοί |
Γενική | του αθλητικού | των αθλητικών |
Αιτιατική | τον αθλητικό | τους αθλητικούς |
Κλητική | αθλητικέ | αθλητικοί |
[cite]