ακάθαρτος


ακάθαρτος

(επίθετο – mbiemër)

i papastër

ενικός
ονομαστική ακάθαρτος ακάθαρτη ακάθαρτο
γενική ακάθαρτου ακάθαρτης ακάθαρτου
αιτιατική ακάθαρτο ακάθαρτη ακάθαρτο
κλητική ακάθαρτε ακάθαρτη ακάθαρτο
πληθυντικός
ονομαστική ακάθαρτοι ακάθαρτες ακάθαρτα
γενική ακάθαρτων ακάθαρτων ακάθαρτων
αιτιατική ακάθαρτους ακάθαρτες ακάθαρτα
κλητική ακάθαρτοι ακάθαρτες ακάθαρτα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *