(επίθετο – mbiemër)
i shtrenjtë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ακριβός | ακριβή | ακριβό |
γενική | ακριβού | ακριβής | ακριβού |
αιτιατική | ακριβό | ακριβή | ακριβό |
κλητική | ακριβέ | ακριβή | ακριβό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ακριβοί | ακριβές | ακριβά |
γενική | ακριβών | ακριβών | ακριβών |
αιτιατική | ακριβούς | ακριβές | ακριβά |
κλητική | ακριβοί | ακριβές | ακριβά |
[cite]