ανάγνωση


ανάγνωση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

lexim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανάγνωση οι αναγνώσεις
γενική της ανάγνωσης / αναγνώσεως των αναγνώσεων
αιτιατική την ανάγνωση τις αναγνώσεις
κλητική ανάγνωση αναγνώσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *