ανάπτυξη Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανάπτυξη https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανάπτυξη.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) zhvillim ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανάπτυξη οι αναπτύξεις γενική της ανάπτυξης / αναπτύξεως των αναπτύξεων αιτιατική την ανάπτυξη τις αναπτύξεις κλητική ανάπτυξη αναπτύξεις [cite]