αναπαυτικός


αναπαυτικός

(επίθετο – mbiemër)

i rehatshëm

ενικός
ονομαστική αναπαυτικός αναπαυτική αναπαυτικό
γενική αναπαυτικού αναπαυτικής αναπαυτικού
αιτιατική αναπαυτικό αναπαυτική αναπαυτικό
κλητική αναπαυτικέ αναπαυτική αναπαυτικό
πληθυντικός
ονομαστική αναπαυτικοί αναπαυτικές αναπαυτικά
γενική αναπαυτικών αναπαυτικών αναπαυτικών
αιτιατική αναπαυτικούς αναπαυτικές αναπαυτικά
κλητική αναπαυτικοί αναπαυτικές αναπαυτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *