(επίθετο – mbiemër)
oriental
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | ανατολίτικος | ανατολίτικη | ανατολίτικο |
γενική | ανατολίτικου | ανατολίτικης | ανατολίτικου |
αιτιατική | ανατολίτικο | ανατολίτικη | ανατολίτικο |
κλητική | ανατολίτικε | ανατολίτικη | ανατολίτικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | ανατολίτικοι | ανατολίτικες | ανατολίτικα |
γενική | ανατολίτικων | ανατολίτικων | ανατολίτικων |
αιτιατική | ανατολίτικους | ανατολίτικες | ανατολίτικα |
κλητική | ανατολίτικοι | ανατολίτικες | ανατολίτικα |
[cite]