ανατροφή


ανατροφή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

edukim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η ανατροφή
γενική της ανατροφής
αιτιατική την ανατροφή
κλητική ανατροφή
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *