( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
lia e dhenve
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η ανεμοβλογιά | οι ανεμοβλογιές |
γενική | της ανεμοβλογιάς | των ανεμοβλογιών |
αιτιατική | την ανεμοβλογιά | τις ανεμοβλογιές |
κλητική | ανεμοβλογιά | ανεμοβλογιές |
[cite]