ανηψιά Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανηψιά https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανηψιά.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) mbesë (nga vëllai apo motra) ενικός πληθυντικός ονομαστική η ανιψιά οι ανιψιές γενική της ανιψιάς των ανιψιών αιτιατική την ανιψιά τις ανιψιές κλητική ανιψιά ανιψιές [cite]