ανθρακωρυχείο


ανθρακωρυχείο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.) 3

minierë qymyrguri

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το ανθρακωρυχείο τα ανθρακωρυχεία
γενική του ανθρακωρυχείου των ανθρακωρυχείων
αιτιατική το ανθρακωρυχείο τα ανθρακωρυχεία
κλητική ανθρακωρυχείο ανθρακωρυχεία
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *