αντίσκηνο


αντίσκηνο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

tendë e vogël

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το αντίσκηνο τα αντίσκηνα
γενική του αντίσκηνου των αντίσκηνων
αιτιατική το αντίσκηνο τα αντίσκηνα
κλητική αντίσκηνο αντίσκηνα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *