αντισηπτικό


αντισηπτικό

(επίθετο – mbiemër)

antiseptik

ενικός
ονομαστική αντισηπτικός αντισηπτική αντισηπτικό
γενική αντισηπτικού αντισηπτικής αντισηπτικού
αιτιατική αντισηπτικό αντισηπτική αντισηπτικό
κλητική αντισηπτικέ αντισηπτική αντισηπτικό
πληθυντικός
ονομαστική αντισηπτικοί αντισηπτικές αντισηπτικά
γενική αντισηπτικών αντισηπτικών αντισηπτικών
αιτιατική αντισηπτικούς αντισηπτικές αντισηπτικά
κλητική αντισηπτικοί αντισηπτικές αντισηπτικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *