αξιοπρέπεια Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αξιοπρέπεια https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αξιοπρέπεια.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) dinjitet ενικός πληθυντικός ονομαστική η αξιοπρέπεια οι αξιοπρέπειες γενική της αξιοπρέπειας των αξιοπρεπειών αιτιατική την αξιοπρέπεια τις αξιοπρέπειες κλητική αξιοπρέπεια αξιοπρέπειες [cite]