αξιοπρέπεια


αξιοπρέπεια

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

dinjitet

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αξιοπρέπεια οι αξιοπρέπειες
γενική της αξιοπρέπειας των αξιοπρεπειών
αιτιατική την αξιοπρέπεια τις αξιοπρέπειες
κλητική αξιοπρέπεια αξιοπρέπειες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *