απειλητικός


απειλητικός

(επίθετο – mbiemër)

kërcënues

ενικός
ονομαστική απειλητικός απειλητική απειλητικό
γενική απειλητικού απειλητικής απειλητικού
αιτιατική απειλητικό απειλητική απειλητικό
κλητική απειλητικέ απειλητική απειλητικό
πληθυντικός
ονομαστική απειλητικοί απειλητικές απειλητικά
γενική απειλητικών απειλητικών απειλητικών
αιτιατική απειλητικούς απειλητικές απειλητικά
κλητική απειλητικοί απειλητικές απειλητικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *