αποβάθρα


αποβάθρα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

skelë
platformë

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αποβάθρα οι αποβάθρες
γενική της αποβάθρας των αποβαθρών
αιτιατική την αποβάθρα τις αποβάθρες
κλητική αποβάθρα αποβάθρες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *