απογυμνωμένος


απογυμνωμένος

(μετοχή-pjesore)

i zhveshur lakuriq

ενικός
ονομαστική απογυμνωμένος απογυμνωμένη απογυμνωμένο
γενική απογυμνωμένου απογυμνωμένης απογυμνωμένου
αιτιατική απογυμνωμένο απογυμνωμένη απογυμνωμένο
κλητική απογυμνωμένε απογυμνωμένη απογυμνωμένο
πληθυντικός
ονομαστική απογυμνωμένοι απογυμνωμένες απογυμνωμένα
γενική απογυμνωμένων απογυμνωμένων απογυμνωμένων
αιτιατική απογυμνωμένους απογυμνωμένες απογυμνωμένα
κλητική απογυμνωμένοι απογυμνωμένες απογυμνωμένα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *