αποδέκτης


αποδέκτης

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

i adresuar

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αποδέκτης / αποδέχτης οι αποδέκτες / αποδέχτες
γενική του αποδέκτη / αποδέχτη των αποδεκτών / αποδεχτών
αιτιατική τον αποδέκτη / αποδέχτη τους αποδέκτες / αποδέχτες
κλητική αποδέκτη / αποδέχτη αποδέκτες / αποδέχτες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *