απωθητικός


απωθητικός

(επίθετο – mbiemër)
i pakëndshëm

ενικός
ονομαστική απωθητικός απωθητική απωθητικό
γενική απωθητικού απωθητικής απωθητικού
αιτιατική απωθητικό απωθητική απωθητικό
κλητική απωθητικέ απωθητική απωθητικό
πληθυντικός
ονομαστική απωθητικοί απωθητικές απωθητικά
γενική απωθητικών απωθητικών απωθητικών
αιτιατική απωθητικούς απωθητικές απωθητικά
κλητική απωθητικοί απωθητικές απωθητικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *