αριθμός


αριθμός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

numër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αριθμός οι αριθμοί
γενική του αριθμού των αριθμών
αιτιατική τον αριθμό τους αριθμούς
κλητική αριθμέ αριθμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *