Αρκτική Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply Αρκτική https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/Αρκτική.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) Arktik ενικός πληθυντικός ονομαστική η Αρκτική – γενική της Αρκτικής – αιτιατική την Αρκτική – κλητική Αρκτική – [cite]