αρουραίος


αρουραίος

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

mi arash

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αρουραίος οι αρουραίοι
γενική του αρουραίου των αρουραίων
αιτιατική τον αρουραίο τους αρουραίους
κλητική αρουραίε αρουραίοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *