αρσιβαρίστας


αρσιβαρίστας

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

peshëngritës

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο αρσιβαρίστας οι αρσιβαρίστες
γενική του αρσιβαρίστα των αρσιβαριστών
αιτιατική τον αρσιβαρίστα τους αρσιβαρίστες
κλητική αρσιβαρίστα αρσιβαρίστες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *