ατμός


ατμός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

avull

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ατμός οι ατμοί
γενική του ατμού των ατμών
αιτιατική τον ατμό τους ατμούς
κλητική ατμέ ατμοί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *