(επίθετο – mbiemër)
australian
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αυστραλέζικος | αυστραλέζικη | αυστραλέζικο |
γενική | αυστραλέζικου | αυστραλέζικης | αυστραλέζικου |
αιτιατική | αυστραλέζικο | αυστραλέζικη | αυστραλέζικο |
κλητική | αυστραλέζικε | αυστραλέζικη | αυστραλέζικο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αυστραλέζικοι | αυστραλέζικες | αυστραλέζικα |
γενική | αυστραλέζικων | αυστραλέζικων | αυστραλέζικων |
αιτιατική | αυστραλέζικους | αυστραλέζικες | αυστραλέζικα |
κλητική | αυστραλέζικοι | αυστραλέζικες | αυστραλέζικα |
[cite]