αυτοάμυνα


αυτοάμυνα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

vetëmbrojtje

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αυτοάμυνα οι αυτοάμυνες
γενική της αυτοάμυνας
αιτιατική την αυτοάμυνα τις αυτοάμυνες
κλητική αυτοάμυνα αυτοάμυνες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *