(επίθετο – mbiemër)
i vetëpunësuar
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αυτοαπασχολούμενος | αυτοαπασχολούμενη | αυτοαπασχολούμενο |
γενική | αυτοαπασχολούμενου | αυτοαπασχολούμενης | αυτοαπασχολούμενου |
αιτιατική | αυτοαπασχολούμενο | αυτοαπασχολούμενη | αυτοαπασχολούμενο |
κλητική | αυτοαπασχολούμενε | αυτοαπασχολούμενη | αυτοαπασχολούμενο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αυτοαπασχολούμενοι | αυτοαπασχολούμενες | αυτοαπασχολούμενα |
γενική | αυτοαπασχολούμενων | αυτοαπασχολούμενων | αυτοαπασχολούμενων |
αιτιατική | αυτοαπασχολούμενους | αυτοαπασχολούμενες | αυτοαπασχολούμενα |
κλητική | αυτοαπασχολούμενοι | αυτοαπασχολούμενες | αυτοαπασχολούμενα |
[cite]