αυτονομία


αυτονομία

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

autonomi

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αυτονομία οι αυτονομίες
γενική της αυτονομίας των αυτονομιών
αιτιατική την αυτονομία τις αυτονομίες
κλητική αυτονομία αυτονομίες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *