αφορολόγητος


αφορολόγητος

(επίθετο – mbiemër)

i patatimuar

ενικός
ονομαστική αφορολόγητος αφορολόγητη αφορολόγητο
γενική αφορολόγητου αφορολόγητης αφορολόγητου
αιτιατική αφορολόγητο αφορολόγητη αφορολόγητο
κλητική αφορολόγητε αφορολόγητη αφορολόγητο
πληθυντικός
ονομαστική αφορολόγητοι αφορολόγητες αφορολόγητα
γενική αφορολόγητων αφορολόγητων αφορολόγητων
αιτιατική αφορολόγητους αφορολόγητες αφορολόγητα
κλητική αφορολόγητοι αφορολόγητες αφορολόγητα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *