( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)
besnikëri
dedikim
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | η αφοσίωση | οι αφοσιώσεις |
γενική | της αφοσιώσεως / αφοσίωσης | των αφοσιώσεων |
αιτιατική | την αφοσίωση | τις αφοσιώσεις |
κλητική | αφοσίωση | αφοσιώσεις |
[cite]