βιασμός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply βιασμός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/βιασμός.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) përdhunim ενικός πληθυντικός ονομαστική ο βιασμός οι βιασμοί γενική του βιασμού των βιασμών αιτιατική το βιασμό τους βιασμούς κλητική βιασμέ βιασμοί [cite]