γαμπρός


γαμπρός

(αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

dhëndër

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο γαμπρός οι γαμπροί
γενική του γαμπρού των γαμπρών
αιτιατική το γαμπρό τους γαμπρούς
κλητική γαμπρέ γαμπροί
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *