φαινομενικός


φαινομενικός

(επίθετο – mbiemër)

i dukshëm

 

ενικός
ονομαστική φαινομενικός φαινομενική φαινομενικό
γενική φαινομενικού φαινομενικής φαινομενικού
αιτιατική φαγώσιμο φαινομενική φαινομενικό
κλητική φαινομενικέ φαινομενική φαινομενικό
πληθυντικός
ονομαστική φαινομενικοί φαινομενικές φαινομενικά
γενική φαινομενικών φαινομενικών φαινομενικών
αιτιατική φαινομενικούς φαινομενικές φαινομενικά
κλητική φαινομενικοί φαινομενικές φαινομενικά
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *