φλέβα


φλέβα

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

venë

damar

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η φλέβα οι φλέβες
γενική της φλέβας των φλεβών
αιτιατική τη φλέβα τις φλέβες
κλητική φλέβα φλέβες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *