φονιάς


φονιάς

( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.)

vrasës

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο φονιάς οι φονιάδες
γενική του φονιά των φονιάδων
αιτιατική τη φονιά τους φονιάδες
κλητική φονιά φονιάδες
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *