φτύσιμο


φτύσιμο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

pështyrje

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φτύσιμο τα φτυσίματα
γενική του φτυσίματος των φτυσιμάτων
αιτιατική το φτύσιμο τα φτυσίματα
κλητική φτύσιμο φτυσίματα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *