φυλλάδιο


φυλλάδιο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

fletëpalosje

broshurë

 

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το φυλλάδιο τα φυλλάδια
γενική του φυλλαδίου / φυλλάδιου των φυλλαδίων / φυλλάδιων
αιτιατική το φυλλάδιο τα φυλλάδια
κλητική φυλλάδιο φυλλάδια
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *