φωτισμός Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply φωτισμός https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/φωτισμός.mp3 ( αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) ndriçim ενικός πληθυντικός ονομαστική ο φωτισμός οι φωτισμοί γενική του φωτισμού των φωτισμών αιτιατική το φωτισμό τους φωτισμούς κλητική φωτισμέ φωτισμοί [cite]