ψευδάργυρος


ψευδάργυρος

zink

ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο ψευδάργυρος
γενική του ψευδαργύρου
αιτιατική τον ψευδάργυρο
κλητική ψευδάργυρε
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *