άμυλο


άμυλο

( ουδέτερο ουσιαστικό – emër. gjin. asnj.)

niseshte

ενικός πληθυντικός
ονομαστική το άμυλο τα άμυλα
γενική του αμύλου / άμυλου των αμύλων / άμυλων
αιτιατική το άμυλο τα άμυλα
κλητική άμυλο άμυλα
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *