(επίθετο – mbiemër)
i papërvojë
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | άπειρος | άπειρη | άπειρο |
γενική | άπειρου | άπειρης | άπειρου |
αιτιατική | άπειρο | άπειρη | άπειρο |
κλητική | άπειρε | άπειρη | άπειρο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | άπειροι | άπειρες | άπειρα |
γενική | άπειρων | άπειρων | άπειρων |
αιτιατική | άπειρους | άπειρες | άπειρα |
κλητική | άπειροι | άπειρες | άπειρα |
[cite]