αγαπημένος


αγαπημένος

i dashur

(αρσενικό ουσιαστικό- emër. gjin. mashk.)

ενικός πληθυντικός
Ονομαστική ο αγαπημένος οι αγαπημένοι
Γενική του αγαπημένου των αγαπημένων
Αιτιατική τον αγαπημένο τους αγαπημένος
Κλητική αγαπημένος αγαπημένοι
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *