(επίθετο – mbiemër)
i përgjakshëm
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αιματηρός | αιματηρή | αιματηρό |
γενική | αιματηρού | αιματηρής | αιματηρού |
αιτιατική | αιματηρό | αιματηρή | αιματηρό |
κλητική | αιματηρέ | αιματηρή | αιματηρό |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αιματηροί | αιματηρές | αιματηρά |
γενική | αιματηρών | αιματηρών | αιματηρών |
αιτιατική | αιματηρούς | αιματηρές | αιματηρά |
κλητική | αιματηροί | αιματηρές | αιματηρά |
[cite]