αλληλουχία Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αλληλουχία https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αλληλουχία.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) rend sekuencë ενικός πληθυντικός ονομαστική η αλληλουχία – γενική της αλληλουχίας – αιτιατική την αλληλουχία – κλητική αλληλουχία – [cite]