(επίθετο – mbiemër)
pa plumb
ενικός | |||
---|---|---|---|
ονομαστική | αμόλυβδος | αμόλυβδη | αμόλυβδο |
γενική | αμόλυβδου | αμόλυβδης | αμόλυβδου |
αιτιατική | αμόλυβδο | αμόλυβδη | αμόλυβδο |
κλητική | αμόλυβδε | αμόλυβδη | αμόλυβδο |
πληθυντικός | |||
ονομαστική | αμόλυβδοι | αμόλυβδες | αμόλυβδα |
γενική | αμόλυβδων | αμόλυβδων | αμόλυβδων |
αιτιατική | αμόλυβδους | αμόλυβδες | αμόλυβδα |
κλητική | αμόλυβδοι | αμόλυβδες | αμόλυβδα |
[cite]