ανάρρωση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply ανάρρωση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/ανάρρωση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) shërim rigjenerim ενικός πληθυντικός ονομαστική ανάρρωση – γενική ανάρρωσης& αναρρώσεως – αιτιατική ανάρρωση – κλητική ανάρρωση – [cite]