αναζήτηση


αναζήτηση

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

kërkim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναζήτηση οι αναζητήσεις
γενική της αναζήτησης / αναζητήσεως των αναζητήσεων
αιτιατική την αναζήτηση τις αναζητήσεις
κλητική αναζήτηση αναζητήσεις
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *