αναζήτηση Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αναζήτηση https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αναζήτηση.mp3 ( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.) kërkim ενικός πληθυντικός ονομαστική η αναζήτηση οι αναζητήσεις γενική της αναζήτησης / αναζητήσεως των αναζητήσεων αιτιατική την αναζήτηση τις αναζητήσεις κλητική αναζήτηση αναζητήσεις [cite]