αναπαραγωγή


αναπαραγωγή

( θηλυκό ουσιαστικό – emër. gjin. fem.)

riprodhim

ενικός πληθυντικός
ονομαστική η αναπαραγωγή οι αναπαραγωγές
γενική της αναπαραγωγής των αναπαραγωγών
αιτιατική την αναπαραγωγή τις αναπαραγωγές
κλητική αναπαραγωγή αναπαραγωγές
[cite]

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *