αναπτήρας Posted on by Fjalor Greqisht — Leave a reply αναπτήρας https://greqisht.shqipopedia.org/wp-content/uploads/audio/αναπτήρας.mp3 (αρσενικό ουσιαστικό – emër. gjin. mashk.) çakmak ενικός πληθυντικός ονομαστική ο αναπτήρας οι αναπτήρες γενική του αναπτήρα των αναπτήρων αιτιατική τον αναπτήρα τους αναπτήρες κλητική αναπτήρα αναπτήρες [cite]